Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαπίλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σαπίλα [saˈpila] SUBST θηλ

1. σαπίλα (σάπισμα, οσμή):

σαπίλα
Fäulnis θηλ

2. σαπίλα μτφ (διαφθορά):

σαπίλα
Verfall αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский