Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σαπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σαπί|ζω <-σα, -σμένος> [saˈpizɔ] VERB μεταβ (προκαλώ αποσύνθεση)

II . σαπί|ζω <-σα, -σμένος> [saˈpizɔ] VERB αμετάβ

1. σαπίζω (γίνομαι σάπιος):

σαπίζω

2. σαπίζω (ειδικά ξύλο):

σαπίζω

3. σαπίζω μτφ (άνθρωπος):

σαπίζω

Παραδειγματικές φράσεις με σαπίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский