Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κλεισούρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κλεισούρα [kliˈsura] SUBST θηλ

1. κλεισούρα (στενή διάβαση):

κλεισούρα
Engpass αρσ

2. κλεισούρα (συνεχής παραμονή στο σπίτι):

κλεισούρα
Zuhausehocken ουδ
βαρέθηκα την κλεισούρα

3. κλεισούρα (μυρουδιά):

μυρίζει κλεισούρα

Παραδειγματικές φράσεις με κλεισούρα

μυρίζει κλεισούρα
βαρέθηκα την κλεισούρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский