Ελληνικά » Γερμανικά

παχύσαρκ|ος <-η, -ο> [paˈçisarkɔs] ΕΠΊΘ

παχύσαρκος
παχύσαρκος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский