Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παχυσαρκία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παχυσαρκία [paçisarˈcia] SUBST θηλ

1. παχυσαρκία:

παχυσαρκία

2. παχυσαρκία (παθολογική):

παχυσαρκία
Adipositas θηλ
παχυσαρκία
Obesität θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский