Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: hellsehen , helfen και Polyeder

helfen <hilft, half, geholfen> [ˈhɛlfən] VERB αμετάβ

3. helfen CH s. mit|machen

hellsehen VERB αμετάβ nur απαρέμφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский