Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: steil , steif , Gestein , Ester και estnisch

Ester <-s, -> [ˈɛstɐ] SUBST αρσ ΧΗΜ

Gestein <-(e)s, -e> [gəˈʃtaɪn] SUBST ουδ ΓΕΩΓΡ

steif [ʃtaɪf] ΕΠΊΘ

2. steif (Gliedmaßen):

3. steif (förmlich):

5. steif (Wind, Grog):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский