Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χτυπώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

II . χτυπ|ώ <-άς, -σα, -θηκα, -μένος> [xtiˈpɔ] VERB αμετάβ

1. χτυπώ (τραυματίζομαι):

χτυπώ

2. χτυπώ (πονώ):

χτυπώ
sich δοτ wehtun

3. χτυπώ (κουδουνίζω):

χτυπώ

4. χτυπώ (κάνω κλακ-κλακ σαν ξυλάκια):

χτυπώ

III . χτυπιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский