Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιασμέν|ος <-η, -ο> [pçazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. πιασμένος (άκαμπτος):

πιασμένος

2. πιασμένος (θέση) ΤΗΛ:

πιασμένος

3. πιασμένος (δωμάτιο):

πιασμένος

4. πιασμένος (τραπέζι σε εστιατόριο):

πιασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский