Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πιάσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πιάσιμο [ˈpçasimɔ] SUBST ουδ

1. πιάσιμο (πράξη του παίρνω, του αρπάζω):

πιάσιμο
Fassen ουδ

2. πιάσιμο (αφή):

είναι μαλακό στο πιάσιμο

3. πιάσιμο (δυνατό πιάσιμο της μέσης):

πιάσιμο
Hexenschuss αρσ

4. πιάσιμο (των μυών):

πιάσιμο
Verspannung θηλ

5. πιάσιμο (λαβή):

πιάσιμο
Griff αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πιάσιμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский