Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: allemal , alledem , allein και inwieweit

inwieweit [--ˈ-]

inwieweit s. inwiefern

Βλέπε και: inwiefern

allemal [ˈaləˈmaːl] ΕΠΊΡΡ

1. allemal (immer):

2. allemal (gewiss):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"alldieweil" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский