Festigkeit <-> SUBST θηλ ενικ
1. Festigkeit (von Material):
-
στερεότητα θηλ
2. Festigkeit (Entschlossenheit):
-
αποφασιστικότητα θηλ
3. Festigkeit (Standhaftigkeit):
-
σταθερότητα θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.