Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμφισβητώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμφισβητ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [aɱfizviˈtɔ] VERB μεταβ

1. αμφισβητώ:

αμφισβητώ

2. αμφισβητώ ΝΟΜ:

αμφισβητώ

Παραδειγματικές φράσεις με αμφισβητώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский