Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσβ|άλλω <-αλα, -λήθηκα, -λημένος> [prɔzˈvalɔ] VERB μεταβ

1. προσβάλλω (επιτίθεμαι):

προσβάλλω

2. προσβάλλω (για αρρώστια):

προσβάλλω

3. προσβάλλω (μιλώ υβριστικά):

προσβάλλω

4. προσβάλλω (διαθήκη):

προσβάλλω

Παραδειγματικές φράσεις με προσβάλλω

προσβάλλω μια διαθήκη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский