Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διένεξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διένεξ|η <-εις> [ðiˈɛnɛksi] SUBST θηλ

διένεξη
Streitigkeit θηλ
διένεξη
Konflikt αρσ
διεθνής διένεξη
κομματική διένεξη

Παραδειγματικές φράσεις με διένεξη

διεθνής διένεξη
κομματική διένεξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский