Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διενεργώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διεν|εργώ <-εργείς, -ήργησα, -εργήθηκα, -εργημένος> [ðiɛnɛrˈɣɔ] VERB μεταβ

διενεργώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский