Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κύρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κύρος [ˈcirɔs] SUBST ουδ

1. κύρος (γνώμης: βαρύτητα):

κύρος
Gewicht ουδ

2. κύρος (κάποιου):

κύρος
Geltung θηλ

3. κύρος (ισχύς):

κύρος
Gültigkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский