Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυρτότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυρτότητα [cirˈtɔtita] SUBST θηλ

1. κυρτότητα (αντικειμένου):

κυρτότητα
Krümmung θηλ

2. κυρτότητα (φακού):

κυρτότητα ΦΥΣ, ΜΑΘ
Konvexität θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский