Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κύρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κύρωσ|η <-εις> [ˈcirɔsi] SUBST θηλ

1. κύρωση (επικύρωση):

κύρωση
Bestätigung θηλ

2. κύρωση (ειδικά σύμβασης):

κύρωση
Ratifizierung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский