Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιβολή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιβολή [ɛpivɔˈli] SUBST θηλ (διά της βίας εδραίωση)

Παραδειγματικές φράσεις με επιβολή

επιβολή θηλ φόρων
επιβολή θηλ κυρώσεων
επιβολή φόρων
η επιβολή τάξης
η επιβολή της θέλησής του

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский