Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιβραβεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιβραβεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [ɛpivraˈvɛvɔ] VERB μεταβ

1. επιβραβεύω (απονέμω βραβείο):

επιβραβεύω

2. επιβραβεύω (αναγνωρίζω):

επιβραβεύω

3. επιβραβεύω (αμείβω):

επιβραβεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский