Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιβράδυνση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιβράδυνσ|η <-εις> [ɛpiˈvraðinsi] SUBST θηλ

1. επιβράδυνση (ελάττωση ταχύτητας):

επιβράδυνση
Verlangsamung θηλ

2. επιβράδυνση (καθυστέρηση):

επιβράδυνση
Verzögerung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με επιβράδυνση

επιβράδυνση θηλ ιόντων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский