Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιβουλεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιβουλεύ|ομαι <-τηκα, -μένος> [ɛpivuˈlɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με επιβουλεύομαι

επιβουλεύομαι κάποιον
επιβουλεύομαι κάτι (θέλω να το κάνω δικό μου)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский