Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κυρωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κυρωτικ|ός <-ή, -ό> [cirɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. κυρωτικός (επιβεβαιωτικός):

κυρωτικός
Bestätigungs-, bestätigend

2. κυρωτικός (σχετικά με σύμβαση):

κυρωτικός
Ratifizierungs-

3. κυρωτικός (ως ποινή):

κυρωτικός
Sanktions-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский