Γερμανικά » Γαλλικά

I . gerecht [gəˈrɛçt] ΕΠΊΘ

3. gerecht (berechtigt):

II . gerecht [gəˈrɛçt] ΕΠΊΡΡ

rechen [ˈrɛçən] ΡΉΜΑ μεταβ νοτιογερμ

Rechen <-s, -> [ˈrɛçən] ΟΥΣ αρσ νοτιογερμ

râteau αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με gerechter

gerechter [o. gütiger] Himmel!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina