Γερμανικά » Γαλλικά

Ausflucht <-, -flüchte> [ˈaʊsflʊxt, Plː ˈaʊsflʏçtə] ΟΥΣ θηλ

prétexte αρσ
faux-fuyant αρσ
tergiverser λογοτεχνικό

Zuflucht <-, -en> ΟΥΣ θηλ

Stadtflucht ΟΥΣ θηλ χωρίς πλ

Steuerflucht ΟΥΣ θηλ

Zimmerflucht ΟΥΣ θηλ

Kapitalflucht ΟΥΣ θηλ

I . verflucht οικ ΕΠΊΘ

sale πρόθεμα
foutu(e) πρόθεμα οικ

II . verflucht οικ ΕΠΊΡΡ

III . verflucht οικ ΕΠΙΦΏΝ

Landflucht ΟΥΣ θηλ

Fahnenflucht ΟΥΣ θηλ χωρίς πλ

Fahrerflucht ΟΥΣ θηλ

Führerflucht CH

Führerflucht → Fahrerflucht

Βλέπε και: Fahrerflucht

Fahrerflucht ΟΥΣ θηλ

Unfallflucht ΟΥΣ θηλ

Massenflucht ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina