Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Abonnement , avènement , abonnieren και Abonnent

Abonnent(in) <-en, -en> [abɔˈnɛnt] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

abonné(e) αρσ (θηλ)

abonnieren* ΡΉΜΑ μεταβ

ιδιωτισμοί:

être abonné(e) à qc
avènement αρσ
Wiederkunft θηλ τυπικ
avènement αρσ
Wiederkehr θηλ τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina