Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „geschaetzt“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

I . ge·schätzt ΡΉΜΑ

geschätzt μετ παρακειμ: schätzen

II . ge·schätzt ΕΠΊΘ

1. geschätzt (eingeschätzt, vermutet):

2. geschätzt (sehr geachtet):

mein geschätzter Kollege ειρων οικ
Ihr geschätztes Schreiben απαρχ τυπικ

Βλέπε και: schätzen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文