Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „alleinberechtigt“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

al·lein·be·rech·tigt ΕΠΊΘ

alleinberechtigt ΝΟΜ → allein

Βλέπε και: allein

II . al·lein [aˈlain], al·lei·ne [aˈlainə] οικ ΕΠΊΡΡ

ιδιωτισμοί:

not only [or just] ..., but also ...

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Ab 1900 wird die pneumatische Traktur alleinberechtigt.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "alleinberechtigt" σε άλλες γλώσσες

"alleinberechtigt" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文