Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: suintant , suivant , suinter , suint και suintement

suintant(e) [sɥɛ͂tɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

suintement [sɥɛ͂tmɑ͂] ΟΥΣ αρσ

suint [sɥɛ͂] ΟΥΣ αρσ

1. suint (sécrétion animale):

Wollschweiß αρσ ειδικ ορολ

2. suint ΤΕΧΝΟΛ:

Glasgalle θηλ

I . suivant [sɥivɑ͂] ΠΡΌΘ

2. suivant (le long de):

II . suivant [sɥivɑ͂] ΣΎΝΔ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina