Γαλλικά » Γερμανικά

I . réformé(e) [ʀefɔʀme] ΕΠΊΘ

1. réformé:

2. réformé ΣΤΡΑΤ:

II . réformé(e) [ʀefɔʀme] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

I . réformer [ʀefɔʀme] ΡΉΜΑ μεταβ

3. réformer ΝΟΜ:

II . réformer [ʀefɔʀme] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

contreréformeNO [kɔ͂tʀəʀefɔʀm], contre-réformeOT ΟΥΣ θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με réformée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "réformée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina