Γαλλικά » Γερμανικά

piger [piʒe] ΡΉΜΑ μεταβ, αμετάβ οικ

pigeon [piʒɔ͂] ΟΥΣ αρσ

1. pigeon:

Taube θηλ

ιδιωτισμοί:

cœur-de-pigeon <cœurs-de-pigeon> [kœʀdəpiʒɔ͂] ΟΥΣ αρσ

gorge-de-pigeon [gɔʀʒdəpiʒɔ͂] ΕΠΊΘ αμετάβλ

Παραδειγματικές φράσεις με pigeons

couple de pigeons
Taubenpaar ουδ
lâcher de pigeons

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina