Γαλλικά » Γερμανικά

I . passionné(e) [pasjɔne] ΕΠΊΘ

II . passionné(e) [pasjɔne] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

II . passionner [pasjɔne] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με passionnée

Tüftler(in) αρσ (θηλ)
Tüftler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "passionnée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina