Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: contester , attester και conteste

conteste [kɔ͂tɛst] ΕΠΊΡΡ

attester [atɛste] ΡΉΜΑ μεταβ

1. attester (certifier):

2. attester (certifier par écrit):

3. attester (être la preuve):

4. attester ΓΛΩΣΣ:

II . contester [kɔ͂tɛste] ΡΉΜΑ μεταβ

2. contester (controverser):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina