Γαλλικά » Γερμανικά

murmure [myʀmyʀ] ΟΥΣ αρσ

2. murmure πλ (paroles de mécontentement):

Murren ουδ

3. murmure λογοτεχνικό (bruissement léger):

Murmeln ουδ
Plätschern ουδ
Säuseln ουδ

I . murmurer [myʀmyʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. murmurer:

2. murmurer (protester):

3. murmurer λογοτεχνικό (faire un bruit léger):

Παραδειγματικές φράσεις με murmures

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina