Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: intriguer , intrigant και intrigue

I . intrigant(e) [ɛ͂tʀigɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

II . intrigant(e) [ɛ͂tʀigɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

Intrigant(in) αρσ (θηλ)

II . intriguer [ɛ͂tʀige] ΡΉΜΑ αμετάβ

intrigue [ɛ͂tʀig] ΟΥΣ θηλ

3. intrigue (liaison):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina