Γαλλικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „encrouter“ στο λεξικό Γαλλικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Γαλλικά)

I . encrouterNO [ɑ͂kʀute], encroûterOT ΡΉΜΑ μεταβ

1. encrouter (couvrir d'une croute):

encrouter

II . encrouterNO [ɑ͂kʀute], encroûterOT ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. encrouter ΤΕΧΝΟΛ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "encrouter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina