Γαλλικά » Γερμανικά

I . dégonfler [degɔ͂fle] ΡΉΜΑ μεταβ

2. dégonfler (diminuer):

3. dégonfler (minimiser):

II . dégonfler [degɔ͂fle] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα se dégonfler

2. dégonfler οικ:

Bammel οικ kriegen
kneifen οικ

III . dégonfler [degɔ͂fle] ΡΉΜΑ αμετάβ

I . dégonflé(e) [degɔ͂fle] ΕΠΊΘ

2. dégonflé οικ:

II . dégonflé(e) [degɔ͂fle] ΟΥΣ αρσ(θηλ) οικ

Angsthase αρσ οικ
Waschlappen αρσ οικ

Παραδειγματικές φράσεις με dégonflée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "dégonflée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina