Γαλλικά » Γερμανικά

décret [dekʀɛ] ΟΥΣ αρσ

2. décret πλ μτφ λογοτεχνικό:

Fügung θηλ
les décrets de la mode

3. décret ΘΡΗΣΚ:

Dekret ουδ

décret-loi <décrets-lois> [dekʀɛlwa] ΟΥΣ αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με décrets

les décrets de la mode

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina