Γαλλικά » Γερμανικά

conjugué(e) [kɔ͂ʒyge] ΕΠΊΘ

I . conjuguer [kɔ͂ʒyge] ΡΉΜΑ μεταβ

1. conjuguer ΓΡΑΜΜ:

II . conjuguer [kɔ͂ʒyge] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα ΓΡΑΜΜ

Παραδειγματικές φράσεις με conjuguée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina