Γαλλικά » Γερμανικά

I . blasé(e) [blɑze] ΕΠΊΘ

II . blasé(e) [blɑze] ΟΥΣ αρσ(θηλ)

II . blaser [blɑze] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με blasée

être blasé(e) (en avoir marre) οικ
le luxe l'a blasée
faire le blasé/la blasée
fais pas le blasé/la blasée !

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "blasée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina