Γαλλικά » Γερμανικά

accoutumé(e) [akutyme] ΕΠΊΘ

ιδιωτισμοί:

I . accoutumer [akutyme] ΡΉΜΑ μεταβ

2. accoutumer (rassurer peu à peu):

II . accoutumer [akutyme] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με accoutumée

ma place accoutumée

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "accoutumée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina