Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: unisexe και frein

frein [fʀɛ͂] ΟΥΣ αρσ

2. frein ΑΛΙΕΊΑ:

3. frein (entrave, limite):

coup de frein donné au crédit ΟΙΚΟΝ
Kreditbremse θηλ

ιδιωτισμοί:

unisexe [ynisɛks] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina