Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: hercheur και appréhender

appréhender [apʀeɑ͂de] ΡΉΜΑ μεταβ

2. appréhender (arrêter):

hercheur(-euse) (celui qui fait le herchage/herschage) αρσ θηλ ΣΙΔΗΡ λογοτεχνικό
Transporter(in) αρσ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina