éveillée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για éveillée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

II.s'éveiller ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα λογοτεχνικό

Βλέπε και: éveiller

II.s'éveiller ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα λογοτεχνικό

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για éveillée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

éveillée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για éveillée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

Μεταφράσεις για éveillée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

éveillée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Après une carrière sportive de haut niveau de 15 ans, je me suis éveillée un beau matin en réalisant que le rêve était fini.
fr.wikipedia.org
Soudain, elle redevient humaine, sa sœur jumelle, étant éveillée, ne pouvant plus contenir sa forme éveillée mais parvient tout de même à la contrôler.
fr.wikipedia.org
Son âge s'est figé à 15 ans, car c'est là qu'elle a découvert qu'elle était une vampire (qu'elle s'est éveillée).
fr.wikipedia.org
La jeune femme se languit devant une robe de couturier placée dans une vitrine, rêvant éveillée de pouvoir la porter.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski