I . jol·ly [ˈʤɒli] ΕΠΊΘ (happy, enjoyable or cheerful)
II . jol·ly [ˈʤɒli] ΕΠΊΡΡ βρετ οικ
III . jol·ly [ˈʤɒli] ΡΉΜΑ μεταβ to jolly sb along
2. jolly (encourage):
-
spodbujati [στιγμ vzpodbujati]
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.