I.mate [βρετ meɪt, αμερικ meɪt] ΟΥΣ
1. mate βρετ οικ:
- camarade αρσ θηλ
II.mate [βρετ meɪt, αμερικ meɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III.mate [βρετ meɪt, αμερικ meɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
mate animal:
- s'accoupler (with à, avec)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.