I.escape [βρετ ɪˈskeɪp, ɛˈskeɪp, αμερικ əˈskeɪp] ΟΥΣ
1. escape (of person):
- escape κυριολ
II.escape [βρετ ɪˈskeɪp, ɛˈskeɪp, αμερικ əˈskeɪp] ΡΉΜΑ μεταβ
1. escape (avoid):
2. escape (elude) name, fact:
- échapper à
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.