Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

človek στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για človek στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

Βλέπε και: cleave

I.cleave <απλ παρελθ clove or cleaved, μετ παρακειμ cleft or cleaved> [βρετ kliːv, αμερικ kliv] ΡΉΜΑ μεταβ

II.cleave <απλ παρελθ cleaved, or clave, παρωχ μετ παρακειμ cleaved> [βρετ kliːv, αμερικ kliv] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

I.beloved [βρετ bɪˈlʌvɪd, bɪˈlʌvd, αμερικ bəˈləvəd] ΟΥΣ λογοτεχνικό or χιουμ

2. lovely (pleasant):

délicieux/-ieuse
lovely προσδιορ evening, weekend

I.Slovene [βρετ ˈsləʊviːn, sləʊˈviːn, αμερικ ˈsloʊvin], Slovenian [sləˈviːnɪən] ΟΥΣ

II.Slovene [βρετ ˈsləʊviːn, sləʊˈviːn, αμερικ ˈsloʊvin], Slovenian [sləˈviːnɪən] ΕΠΊΘ

cloven → cleave

Βλέπε και: cleave

I.cleave <απλ παρελθ clove or cleaved, μετ παρακειμ cleft or cleaved> [βρετ kliːv, αμερικ kliv] ΡΉΜΑ μεταβ

II.cleave <απλ παρελθ cleaved, or clave, παρωχ μετ παρακειμ cleaved> [βρετ kliːv, αμερικ kliv] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

človek στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για človek στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά

Βλέπε και: English

Αμερικανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski