Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρέος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρέος [ˈxrɛɔs] SUBST ουδ

2. χρέος (καθήκον):

χρέος
Pflicht θηλ
κάνω το χρέος μου
είναι χρέος μου να
το θεωρώ χρέος μου να

Παραδειγματικές φράσεις με χρέος

άμεσο χρέος
αρχικό χρέος
δημόσιο χρέος
έγγειο χρέος ΝΟΜ
απαλλαγή θηλ από το χρέος
είναι χρέος μου να
θεωρώ χρέος μου να
κάνω το χρέος μου
το θεωρώ χρέος μου να

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский